ὑπερήνεμος
From LSJ
English (LSJ)
ὑπερήνεμον, (ἄνεμος) above the wind, Plu.Fr.inc.150, Alex. Aphr. in Mete.16.13.
German (Pape)
[Seite 1196] über dem Winde, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ ὑπὲρ τὸν ἄνεμον, Ἰω. Φιλοπόνου περὶ Κοσμοποιΐας, σ. 148, 10.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που ξεπερνά τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ὑπ-ήνεμος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].