ὑπερεπιθυμέω
From LSJ
English (LSJ)
desire exceedingly, c. inf., X.Cyr.4.3.21, 6.1.5, Sm. Ps.118(119).174, Porph.Plot.19.
German (Pape)
[Seite 1195] übermäßig begehren, Xen. Cyr. 4, 3, 21. 6, 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ὑπερεπιθυμῶ :
avoir le plus grand désir de, inf..
Étymologie: ὑπέρ, ἐπιθυμέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερεπιθῡμέω: страстно желать (ποιεῖν τι Xen., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεπιθῡμέω: ἐπιθυμῶ σφόδρα, ὑπερμέτρως, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 3, 21., 6. 1, 5.
Greek Monotonic
ὑπερεπιθῡμέω: μέλ. -ήσω, επιθυμώ υπερβολικά, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ήσω
to desire exceedingly, Xen.