ὑπεριδεῖν
From LSJ
Λόγοις δ᾽ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone
German (Pape)
[Seite 1197] aor. II. zu ὑπεροράω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ὑπεροράω.
Greek Monotonic
ὑπερῐδεῖν: απαρ. του ὑπερ-εῖδον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεριδεῖν: inf. aor. 2 к ὑπεροράω.