ὑπεροιδάω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
swell unnaturally, of the breasts, Luc.Am.53: also ὑπεροοιδέω, -οιδοῦντος αἵματος, in Glossaria on αἱματοφλοιβοιστάσιες, Gal.19.71.
German (Pape)
[Seite 1199] ion. -έω, intrans., übermäßig schwellen, Luc. amor. 53.
French (Bailly abrégé)
ὑπεροιδῶ :
se gonfler outre mesure ou extrêmement.
Étymologie: ὑπέρ, οἰδάω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροιδάω: ὑπερβαλλόντως ἐξογκοῦμαι, ἐπὶ τῶν μαστῶν, μαστοὺς ὑπεροιδῶντας Λουκ. Ἔρωτες 53· ὑπερῳδηκῶς Πολυδ. Η΄, 79.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροιδάω: набухать (μαστοὶ ὑπεροιδῶντες Luc.).