ὑπναλέος
ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
English (LSJ)
α, ον, (ὕπνος)
A = ὑπνηρός, Nic.Th.162, Al.85, Aret.SD 2.13; seen in sleep, ὄνειροι AP5.242 (Maced.); τέρας ὑπνα[λέον] is prob. in Pi.Pae.8.34.
II Act., sending to sleep, κόπος AP5.46 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1207] schläfrig, bes. sp. D., wie Bian. 2 (IX, 227); auch einschläfernd, κόπος Rutin. 5 (V, 47); Nonn. D. 9, 281; ὄνειρος Maced. 4 (V, 243).
Russian (Dvoretsky)
ὑπνᾰλέος: 3
1 сонный, спящий: κεῖτο ὑ. Anth. он лежал и спал;
2 являющийся во сне: ὑπναλέοι ὄνειροι Anth. сновидения;
3 зовущий ко сну (κόπος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνᾰλέος: -α, -ον, = ὑπνηρός, Νικάνδρ. Θηρ. 160, Ἀλεξιφ. 85. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων ὕπνον, ὑπνωτικός, κόπος Ἀνθ. Παλατ. 5. 47· ὄνειροι αὐτόθι 243.
English (Slater)
ὑπναλέος seen in sleep “τέρας ὑπνα[λέον” (v. τέρας) Πα. 8A. 24.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπναλέος, -α, -ον, ΝΑ
αυτός που νυστάζει εύκολα, που τον πιάνει εύκολα ο ύπνος
νεοελλ.
αυτός που του αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράς
αρχ.
αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυσταλέος, πειναλέος)].