ὑποκλάω
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[ᾰ],
A break underneath, γούνων ὑποέκλασε δεσμά Nic.Th. 728.
2 break by degrees, break down, ὑπέκλασε δεῖμα.. ἠνορέην Q.S.4.483:—Pass., ὑποκλώμενοι τὰς ψυχάς J.BJ7.8.7; θυμὸς ὑποκλασθείς AP5.215 (Agath.).
3 enclose in a bend, γραμμὴν τὴν -κλῶσαν τοὺς τρεῖς δακτύλους (in palmistry) Cat.Cod.Astr.7.238.
German (Pape)
[Seite 1220] (s. κλάω), unten od. heimlich zerbrechen; γούνων δεσμά Nic., u. a. Sp., wie Qu. Sm. 4, 483. 10, 372. S. ὑποκλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλάω: κλῶ, θραύω ὑποκάτω, γούνων ὑπέκλασε δεσμὰ Νικ. Θηρ. 728. 2) κλῶ κατὰ μικρόν, πάντων γὰρ ὑπέκλασε δεῖμα... ἠνορέην Κόϊντ. Σμυρν. 4. 483. - Παθ., τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 8, 7˙ θυμὸς ὑποκλασθεὶς Ἀνθ. Παλατ. 5. 216.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλάω: надламывать, разбивать: θυμὸς ὑποκλασθείς Anth. разбитое сердце.