ὑποσαίνω

English (LSJ)

A fawn, of dogs, Ael.NA17.17; ὑ. τῇ γλώττῃ, of a lion, ib.9.1, etc.
II c. acc., fawn upon, of men, Plu.2.65c; in Ep. form ὑποσσαίνω A.R.3.396.

German (Pape)

[Seite 1231] ein wenig wedeln, eigtl. von Hunden, u. übertr., ein wenig schmeicheln, γλώττῃ Ael. H. A. 9, 1, καὶ ὑπαικάλλω 17, 17.

French (Bailly abrégé)

1 agiter un peu la queue pour caresser en parl. d'un chien;
2 p. ext. caresser en gén.
Étymologie: ὑπό, σαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσαίνω: досл. повиливать хвостом, перен. подольщаться, подлаживаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσαίνω: σαίνω ὀλίγον, σείω τὴν οὐράν μου ἐκ χαρᾶς, ἐπὶ κυνῶν, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 17· ὑπ. τῇ γλώττῃ, ἐπὶ λέοντος, αὐτόθι 9. 1, κλπ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κολακευτικῶς φέρομαι, θωπεύω τινά, ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. 2. 65C· οὕτως ἐν Ἐπικῷ τύπῳ ὑποσσαίνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 396.

Greek Monolingual

ὑποσαίνω, ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσαίνω Α
(για σκύλο) κουνώ την ουρά μου από χαρά
νεοελλ.
μτφ. κολακεύω και, γενικά, περιποιούμαι κάποιον με δουλοπρέπεια
αρχ.
1. μτφ. (με αιτ.) φέρομαι κολακευτικά
2. φρ. «ὑποσαίνω τῇ γλώττῃ»
(για λιοντάρι) κουνώ εδώ κι εκεί την γλώσσα μου (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω, περιποιούμαι»].