ὑποτέλλομαι

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτέλλομαι Medium diacritics: ὑποτέλλομαι Low diacritics: υποτέλλομαι Capitals: ΥΠΟΤΕΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: hypotéllomai Transliteration B: hypotellomai Transliteration C: ypotellomai Beta Code: u(pote/llomai

English (LSJ)

arise, Arat.723, A.R.2.83.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτέλλομαι: ἐξέρχομαι ὑποκάτωθεν, βρυχὴ δ’ ὑπετέλλετ’ ὀδόντων ἄσπετος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 83.

Greek Monolingual

Α
ανατέλλω, βγαίνω από κάτω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τέλλω / -ομαι «ανατέλλω»].

German (Pape)

darunter hervorkommen, daraus entstehen, Ap.Rh. 2.83.