ὠνησείω
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
Desiderat. of ὠνέομαι, wish to buy, D.C.47.14.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνησείω: ἐφετικὸν τοῦ ὠνέομαι, ἐπιθυμῶ ν’ ἀγοράσω, Δίων Κάσσ. 47. 14.
Greek Monolingual
Α
επιθυμώ να αγοράσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + εφετική κατάλ. -(η)σείω (πρβλ. πολεμησείω)].
German (Pape)
desiderat. von ὠνέομαι, ich habe Lust zu kaufen, bin kauflustig, Suid.