Ὠκεανίς
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = ὠκεανῖτις ΙΙ, αὖραι Pi.O.2.71; νῆσος Phld.Rh.1.179S.
II pl., Ὠ. Νύμφαι Ocean nymphs, Call. Fr.24a, Arg.A.Pr.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de l'Océan.
Étymologie: Ὠκεανός.
Russian (Dvoretsky)
Ὠκεανίς: ίδος adj. f океаническая, океанская Pind.