ῥάθαγος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ὁ, = ῥόθος (noise, racket), Sch.Nic.Th.194, Hsch.
German (Pape)
[Seite 831] ὁ, = ῥόθος, ῥόθιον, Lärm, Geräusch, nach Schol. Nic. Th. 194 τῶν κυμάτων ἦχος προσαγνυμένων ταῖς πέτραις; auch vom Ruderschlage, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάθᾰγος: [ρᾰ], ὁ, = ῥόθος, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 194, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1049. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥάθαγος· τάραχος, ἦχος, θόρυβος, ψόφος».
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. θόρυβος, κρότος
2. (κυρίως) ο ήχος τών κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥαθαπυγίζω.
Frisk Etymological English
See also: s. ῥαθαπυγίζω