ῥαθαπυγίζω
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
(πυγή) give one a slap on the buttocks, Ar.Eq.796; written ῥοθοπυγίζω in Suid. and Thom.Mag.p.325 R.; the latter also cites ῥοθοπῡγισμός, ὁ.
German (Pape)
[Seite 832] einen Tritt, Schlag mit der flachen Hand auf den Hintern geben u. damit fortjagen, ἐκ τῆς πόλεως, Ar. Equ. 793; Suid. u. der Schol. lesen ῥοθοπ υγίζω, erkl. τῇ πυγῇ ῥόθον ποιῶν, so vor den Hintern schlagen, daß es klatscht.
French (Bailly abrégé)
donner un coup de pied ou une tape sur le derrière.
Étymologie: ῥάσσω, πυγή.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰθᾰπῡγίζω: ῥόθος давать пинка в зад Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰθᾰπῡγίζω: (ῥάσσω, πυγὴ) κτυπῶ τινα μὲ τὴν παλάμην ἢ τὸν πόδα εἰς τὰ ὀπίσθια, τὰς πρεσβείας τ’ ἀπελαύνεις ἐκ τῆς πόλεως ῥαθαπυγίζων, «λάθρα τύπτων κατὰ τῆς πυγῆς πλατείᾳ τῇ χειρὶ καὶ πλατεῖ τῷ ποδὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 796· φέρεται ῥοθοπυγίζω παρὰ Σουΐδ., ὁ δὲ Θωμ. Μάγιστρ. μνημονεύει τὴν λέξιν ῥοθοπυγισμός, ὁ.
Greek Monolingual
και ῥοθοπυγίζω Α
χτυπώ κάποιον με την παλάμη μου ή με τα πόδια μου στα οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (σχηματισμένη πιθ. με συλλαβική ανομοίωση από αμάρτυρο τ. ῥαθαγοπυγίζω) της οποίας το α' συνθετικό είναι ο εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. ῥάθαγος «ήχος, θόρυβος, ψόφος» (πρβλ. πάταγος) και β' συνθετικό η λ. πυγή «οπίσθια». Αρχικός θεωρείται ο τ. με φωνηεντισμό -α- ενώ οι τ. ῥοθοπυγίζω / ῥοθοπυγισμός πρέπει να έχουν σχηματιστεί κατ' επίδραση της λ. ῥόθος.
Greek Monotonic
ῥᾰθᾰπῡγίζω: μέλ. -ίσω (ῥάσσω, πυγή), χτυπώ κάποιον (με την παλάμη ή το πόδι) στους γλουτούς, στα οπίσθια, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to give a kick on one's behind (Ar. Eq. 796).
Other forms: Also ῥοθοπυγίζω with -ισμός (Suid., Thom. Mag.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Denominative of πυγή with an onomatop. 1. member(?), which is also seen in ῥάθαγος τάραχος (H., sch.); cf. Schwyzer 644); perhaps haplological for (a imaginable) *ῥαθα[γο]-πυγίζω (Ehrlich Sprachgesch. 7)? The α-vocalism as in the also onomatop. πάταγος, λαλαγή, καναχή a.o.; (the ο-vowels in ῥοθο-πυγίζω hardly sec. after ῥόθος); much more prob. due to variation α/ο inPre-Greek words. -- Clearly a Pre-Greek word; the connection with πυγή therefore quite doubtful.
Middle Liddell
ῥᾰθᾰ-πῡγίζω, fut. -σω ῥάσσω, πυγή
to give one a slap on the buttocks, Ar.
Frisk Etymology German
ῥαθαπυγίζω: {rhathapugízō}
Grammar: v.
Meaning: einen Tritt auf den Hinteren geben (Ar. Eq. 796);
Derivative: daneben ῥοθοπυγίζω mit -ισμός (Suid., Thom. Mag.).
Etymology : Denominativum von πυγή mit einem schallnachahmenden Vorderglied, das auch in ῥάθαγος· τάραχος (H., Sch.) erscheint (vgl. Schwyzer 644); etwa haplologisch für (ein vorschwebendes) *ῥαθα[γο]-πυγίζω (Ehrlich Sprachgesch. 7)? Der α-Vokalismus wie in den ebenfalls schallnachahmenden πάταγος, λαλαγή, καναχή u.a.; die ο-Vokale in ῥοθοπυγίζω sekundär nach ῥόθος.
Page 2,639