ῥιζίας
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
-ου, ὁ, made from the root of a plant, ὀπὸς ῥ., opp. καυλίας, Thphr. HP 6.3.2, 9.1.7, cf. Plin.HN19.43.
German (Pape)
[Seite 842] ὁ, von, aus der Wurzel gemacht, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζίας: -ου, ὁ, ὁ παρασκευαζόμενος ἐκ τῆς ῥίζης φυτοῦ τινος, ὀπὸς ῥ., ἀντίθετ. τῷ καυλίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 2, πρβλ. Πλίν. 19. 15.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από ρίζα φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα -ίας (πρβλ. ἀκανθίας)].