ῥινωτηρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = ἐφολκίς (q.v.), Poll.1.86.
German (Pape)
[Seite 844] ἡ, ein Teil am Hinterende des Schiffes, ἐφολκίς; Poll. 1, 86; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνωτηρία: ἡ, = ἐφολκίς, «τῇ δὲ στείρᾳ προσηλοῦται ὁ καλούμενος φάλκης. ἐνδοτέρω δέ ἐστιν ἑκατέρωθεν ἡ ἐφολκίς, ἣν καὶ ῥινωτηρίαν ὀνομάζουσι» Πολυδ. Α΄, 86. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥινωτηρία· μέρος τι τῆς νεώς».
Greek Monolingual
η / ῥινωτηρία, ΝΑ
ναυτ.
σανίδωμα στην πλώρη τών ιστιοφόρων πλοίων κοντά στη ρίζα του προβόλου, πάνω στο οποίο στέκονταν οι ναύτες που χειρίζονταν τους αρτέμονες, τους φλόκους.