ἐφολκίς

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφολκίς Medium diacritics: ἐφολκίς Low diacritics: εφολκίς Capitals: ΕΦΟΛΚΙΣ
Transliteration A: epholkís Transliteration B: epholkis Transliteration C: efolkis Beta Code: e)folki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἐφόλκιον (small boat towed after a ship) 1, Ach. Tat.3.3, Philostr.VA 4.9.
2 = ἐφόλκιον 2, burdensome appendage, τινι E.Andr.200, cf. HF631, 1424 (pl.), Ael.Fr.110.

German (Pape)

[Seite 1121] ίδος, ἡ, dasselbe, VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 268 ἐφολκὶς κυρίως λέγεται ἡ λέμβος, ἡ μικρὰ ναῦς, ἡ ὑφ' ἑτέρας μεγάλης νεὼς ἑλκομένη; nach Poll. 1, 86 = ῥινωτηρία; übertr., Eur. Herc. Für. 631; geradezu für Begleiter, Andr. 200.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 navire remorqué;
2 bagage, embarras.
Étymologie: ἐφέλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφολκίς: ίδος ἡ Eur. = ἐφόλκιον 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφολκίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., ἄχθος, βάρος, «ἐπάχθεια, σκάφος» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἀνδρ. 200, Ἡρ. Μαιν. 631, 1424.

Greek Monolingual

ἐφολκίς, ἡ (Α) εφολκός
1. το εφόλκιο
2. ενοχλητική προσθήκη, συμπλήρωμα, άχθος, βάρος
3. πηδάλιο.

Greek Monotonic

ἐφολκίς: ἡ, = το προηγ., άχθος, βάρος, ρουμουλκούμενο σκάφος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐφολκίς, ίδος = ἐφολκός
a burdensome appendage, Eur.

English (Woodhouse)

burden

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)