-χι
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
Α
(εγκλιτ. μόριο) εκεί όπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Εγκλιτικό μόριο το οποίο συνάπτεται σε επιρρ. ή μόρια (πρβλ. ἧχι, ναίχι, οὐχί) και λειτουργεί ως επιτατικό, ιδίως σε τ. με αρνητική σημ. (πρβλ. οὐχί). Το μόριο -χι ανάγεται σε ΙΕ μόριο ghi και συνδέεται με το αρχ. ινδ. εγκλιτικό hi τών τ. kar-hi «πότε», tar-hi «λοιπόν», na-hi «μα όχι» και το αβεστ. zī].
Frisk Etymology German
-χι: {-khi}
Grammar: enkl. Partikel
Meaning: in ἧχι, οὐχί, ναίχι (seit Il.),
Etymology : hervorhebend wie aind. hí, aw. zī, auch enkl. in kár-hi ‘wann?’, tár-hi damals, idg. *ghi. Schwyzer 624 m. A. 7, Schw.-Debrunner 577; auch WP. 1, 542, Pok. 41 7 f. m. weiteren Kombinationen.
Page 2,1099