Siracusa
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Spanish > Greek
Συράκοσα, Συράκοσαι, Συράκοσσαι, Συράκουσα, Συράκουσαι, Συράκουσσα, Συρακώ, Συρήκουσαι