Anonymous

αξιόπιστος: Difference between revisions

From LSJ
m
(5)
 
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιόπιστος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]], που θεωρείται [[άξιος]] να γίνει [[πιστευτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρκετός]]<br /><b>2.</b> όποιος έχει αποδειχθεί από την [[πείρα]] ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται [[κανείς]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δίνει την απατηλή [[εντύπωση]] ότι [[είναι]] [[αξιόπιστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιόπιστος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]], που θεωρείται [[άξιος]] να γίνει [[πιστευτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρκετός]]<br /><b>2.</b> όποιος έχει αποδειχθεί από την [[πείρα]] ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται [[κανείς]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δίνει την απατηλή [[εντύπωση]] ότι [[είναι]] [[αξιόπιστος]].
}}
{{trml
|trtx====[[trustworthy]]===
Arabic: ثِقَةٌ‎; Egyptian Arabic: امين‎; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: [[betrouwbaar]]; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: [[de confiance]], [[digne de confiance]], [[digne de foi]], [[fiable]]; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: [[vertrauenswürdig]], [[glaubwürdig]]; Greek: [[αξιόπιστος]]; Ancient Greek: [[ἀληθινός]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀξιόχρεος]], [[ἀξιόχρεως]], [[βέβαιος]], [[δόκιμος]], [[ἔμπιστος]], [[εὔπιστος]], [[ἐχέγγυος]], [[ἠθαῖος]], [[ἠθεῖος]], [[κεδνός]], [[πιστευτός]], [[πιστικός]], [[πίστιος]], [[πιστός]], [[σαφής]], [[φερέγγυος]]; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: [[affidabile]], [[attendibile]], [[credibile]], [[fidato]]; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរ​ឱ្យ​ទុកចិត្ត; Latin: [[fidus]]; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: [[confiável]]; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: [[надёжный]], [[благонадёжный]], [[достоверный]], [[верный]]; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: [[fidedigno]], [[fiable]], [[de confianza]], [[confiable]], [[de fiar]]; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний
}}
}}