Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
betoken: P. and V. σημαίνειν, φαίνειν, V. προσημαίνειν, προφαίνειν.
presage: P. and V. μαντεύεσθαι; see augur.
διάκτορος, κλητήρ, πομπός