ἀναπομπή
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ἡ, (ἀναπέμπω)
A sending up, e.g. to the metropolis, Plb.30.9.10.
2 ἀναπομπὴ θησαυρῶν digging up of treasures, Luc.Alex. 5.
II restoration, ἐπὶ τοὺς πεπρακότας Ph.2.290.
2 reference, reduction, ἐπὶ γένος S.E.M.10.274; reference to a book, Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.8(4).246.
3 delegation of jurisdiction, PTeb.489(ii A. D.), BGU19i1 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1envío río arriba por el Nilo τὴν περιποίησιν τοῦ σείτου (sic) καὶ τὴν ἀναπομπὴν δηλῶσαι PRein.52.3 (III d.C.).
2 extracción, descubrimiento θησαυρῶν Luc.Alex.5.
II reexpedición, reenvío de una persona, Plb.30.9.10
•de la propia esposa divorcio, CPR 1.24.30 (II d.C.)
•derecho de devolución en un contrato de compraventa ἐπὶ τοὺς πεπρακότας Ph.2.290.
III 1reducción ἐπὶ γένος S.E.M.10.274.
2 referencia a un libro, Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.8(4).246.
3 delegación Φλαυίου PTeb.489 (II d.C.), Πετρωνίου PMil.Vogl.4.230.1, Μαμερτείνου PCatt.1.14 (II d.C.), τῆς δίκης PStras.41.21 (III d.C.).
IV escuadrón ἱππικὴ ἀναπομπή CPR 1.18.2 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, das Hinaufschicken; Fortführen als Gefangenen, Pol. 30, 9; das Zurückschicken; θησαυρῶν, das Ausgraben von Schätzen, Luc. Alex. 5.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de renvoyer ou action de transporter;
2 action de faire apparaître.
Étymologie: ἀναπέμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπομπή: ἡ
1 отправление, отсылка Polyb.;
2 извлечение, выкапывание (θησαυρῶν Luc.);
3 возведение, отнесение (ἐπ᾽ ἄλλα γένη Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπομπή: ἡ (ἀναπέμπω) τὸ ἀπάγειν ὡς αἰχμάλωτον ἄνω, δηλ. εἰς τὴν μητρόπολιν, τὴν πρωτεύουσαν, Πολύβ. 30. 9. 10. 2) θησαυρῶν ἀναπομπάς, διὰ μαγικῶν ἐπῳδῶν ἀναβιβάσεις θησαυρῶν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, Λουκ. Ἀλέξ. 5. ΙΙ. ἀναγωγή, ἐπὶ γένος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 274.
Greek Monolingual
η (Α ἀναπομπή) ἀναπέμπω
το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοση
νεοελλ.
εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν του Θεού ή υψηλών προσώπων
αρχ.
1. αναγωγή, αναφορά
2. φρ. «αναπομπή θησαυρών», εξόρυξη ή ανακάλυψη θησαυρού.
Greek Monotonic
ἀναπομπή: ἡ (ἀναπέμπω), αποστολή προς κάπου· ἀν. θησαυρῶν, αναβίβαση θησαυρού, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀναπέμπω
a sending up: ἀν. θησαυρῶν a digging up of treasures, Luc.