loftiness
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English > Greek (Woodhouse)
substantive
magnificence: P. μεγαλοπρέπεια, ἡ, V. χλιδή, ἡ.
pride: P. and V. φρόνημα, τό, ὄγκος, ὁ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ; see pride.
stateliness: P. and V. σεμνότης, ἡ, τὸ σεμνόν.