overtreffen
From LSJ
Dutch > Greek
καίνυμι, καταβρίθω, κρατιστεύω, παραμείβω, παραμεύω, παρατρέχω, παραφέρω, πάρειμι, παρέρχομαι, παρευδοκιμέω, περιβάλλω, περιγίγνομαι, περίειμι, περιέχω, πλεονεκτέω, προβαίνω, προβάλλω, προέχω, προΐστημι, προφέρω
καίνυμι, καταβρίθω, κρατιστεύω, παραμείβω, παραμεύω, παρατρέχω, παραφέρω, πάρειμι, παρέρχομαι, παρευδοκιμέω, περιβάλλω, περιγίγνομαι, περίειμι, περιέχω, πλεονεκτέω, προβαίνω, προβάλλω, προέχω, προΐστημι, προφέρω