quit
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. λείπω, λείπειν, ἀπολείπω, ἀπολείπειν, ἐκλείπω, ἐκλείπειν, καταλείπω, καταλείπειν, προλείπω, προλείπειν, ἀμείβειν (Plato but rare P.), P. μεταλλάσσειν, V. ἐκλιμπάνειν, ἐξαμείβειν.
leave vacant: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν.
get quit, get off: P. and V. ἀπαλλάσσειν, V. ἐξαπαλλάσσεσθαι; (rare P.).
be quit of: P. and V. ἀπαλλάσσεσθαι; (gen.); see rid.
quit oneself, (behave oneself): P. and V. παρέχω ἑαυτόν, παρέχειν ἑαυτόν (with adj. in acc.), γίγνομαι, γίγνεσθαι (with adj.).