ἀσύντριπτος
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
ἀσύντριπτον, not easily rubbed or crushed, Ph.Bel. 60.47.
Spanish (DGE)
-ον
1 intacto, entero ὀστᾶ Basil.M.29.381C.
2 resistente de unas bielas, Ph.Bel.60.47, ἡ ὑπόβαθρα Chrys.Pasch.2.
3 inmortal ἡ ἀνθρωπίνη φύσις Gr.Nyss.V.Mos.p.108.12.
German (Pape)
[Seite 381] nicht zerrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύντριπτος: -ον, μὴ συντριφθεὶς εἰς τεμάχια, Φίλων Βελοπ. 60, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 414C.
Greek Monolingual
και -φτος, -η, -ο (AM ἀσύντριπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συντριφθεί.
Translations
indestructible
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний