risky
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
precarious: P. ἐπισφαλής, ἐπικίνδυνος, ἀκροσφαλής.
dangerous: P. and V. δεινός, σφαλερός, P. ἐπικίνδυνος, παράβολος.
precarious: P. ἐπισφαλής, ἐπικίνδυνος, ἀκροσφαλής.
dangerous: P. and V. δεινός, σφαλερός, P. ἐπικίνδυνος, παράβολος.
venturesome: Ar. παράβολος, P. φιλοκίνδυνος.