πρόσοισμα

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσοισμα Medium diacritics: πρόσοισμα Low diacritics: πρόσοισμα Capitals: ΠΡΟΣΟΙΣΜΑ
Transliteration A: prósoisma Transliteration B: prosoisma Transliteration C: prosoisma Beta Code: pro/soisma

English (LSJ)

-ατος, τό, = τὸ προσφερόμενον, that which is brought to one, food (cf. προσφορά), Hp.Loc.Hom.43 (sg. and pl.).

German (Pape)

[Seite 774] (s. προσφέρω) τό, das, was man zu sich nimmt, die Speise, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσοισμα: τό, = τὸ προσφερόμενον, ὅπερ παρέχεται εἴς τινα τροφή, ὡς τὸ προσφορά, Ἱππ. 421. 51., 422. 20.

Greek Monolingual

-οίσματος, τὸ, Α
αυτό που δίνεται σε κάποιον ως τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θ. οισ- του οἴσω, μέλλ. του φέρω + κατάλ. -μα].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσοισμα -ατος, τό [~ προσφέρω] dat wat aangeboden wordt, d.w.z. voedsel.