πρόσοισμα
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
-ατος, τό, = τὸ προσφερόμενον, that which is brought to one, food (cf. προσφορά), Hp.Loc.Hom.43 (sg. and pl.).
German (Pape)
[Seite 774] (s. προσφέρω) τό, das, was man zu sich nimmt, die Speise, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσοισμα: τό, = τὸ προσφερόμενον, ὅπερ παρέχεται εἴς τινα τροφή, ὡς τὸ προσφορά, Ἱππ. 421. 51., 422. 20.
Greek Monolingual
-οίσματος, τὸ, Α
αυτό που δίνεται σε κάποιον ως τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θ. οισ- του οἴσω, μέλλ. του φέρω + κατάλ. -μα].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσοισμα -ατος, τό [~ προσφέρω] dat wat aangeboden wordt, d.w.z. voedsel.