Κυκλώπιος
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
α, ον, Cyclopean, Κυκλώπειος, πρόθυρα Pi.Fr.169.6; γᾶ, i.e. Mycenae, E.Or.965 (lyr.), cf. IA265 (lyr.), HF15; τροχός, of the 'circuit of the walls' of Mycenae, S.Fr.227; v. Κυκλώπειος 2:—pecul. fem. Κυκλωπίς, ίδος, ἑστία E.IT845 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cyclope.
Étymologie: Κύκλωψ.
Russian (Dvoretsky)
Κυκλώπιος: Eur. Κυκλώπειος 3 киклопов, киклопический: ἡ Κυκλωπία γᾶ Eur. Киклопов край, т. е. Микены.
Greek (Liddell-Scott)
Κυκλώπιος: -α, -ον, = Κυκλώπειος, Εὐρ.· ἡ Κ. γῆ, ὃ ἐστιν, αἱ Μυκῆναι, Εὐρ. Ὀρ. 965· ― ἀνώμαλ. θηλ. Κυκλωπίς, ίδος, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 845.
Greek Monotonic
Κυκλώπιος: -α, -ον = Κυκλώπειος, σε Ευρ.· ἡ Κ. γῆ, δηλ. οι Μυκήνες, στον ίδ.· θηλ. Κυκλωπίς, -ίδος, στον ίδ.
Middle Liddell
Κυκλώπιος, η, ον = Κυκλώπειος, Eur.]
ἡ K. γῆ, i. e. Mycenae, Eur.:—fem. Κυκλωπίς, ίδος, Eur.