Λατογενής
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Full diacritics: Λᾱτογενής | Medium diacritics: Λατογενής | Low diacritics: Λατογενής | Capitals: ΛΑΤΟΓΕΝΗΣ |
Transliteration A: Latogenḗs | Transliteration B: Latogenēs | Transliteration C: Latogenis | Beta Code: *latogenh/s |
Λατογενές, Dor. for Λητογενής.
dor. c. Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. ἀντὶ Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. αντί Λητογενής.
Λᾱτο-γενής, ές [doric for Λητογενής.]