Νειλογενής
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
Νειλογενές, Nile-born, AP9.355 (Leon. Alex.), Epigr.Gr.982 (Philae).
German (Pape)
[Seite 236] ές, Nilgeboren, dem Nil entstammt, Leon. Al. 8 (IX, 355).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
enfanté par le Nil.
Étymologie: Νεῖλος, γένος.
Russian (Dvoretsky)
Νειλογενής: рожденный Нилом Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Νειλογενής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ Νείλου γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 355.
Greek Monotonic
Νειλογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει γεννηθεί στον Νείλο, σε Ανθ.