Σεβαστιάς
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ἡ, = Lat. Augusta, AP9.355 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, Augusta, Leon. Tar. 8, 3 (VI, 288).
Greek (Liddell-Scott)
Σεβαστιάς: ἡ, τὸ Λατ. Augusta, Ἀνθ. Π. 9. 355.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
η σύζυγος του αυτοκράτορα, αλλ. Σεβαστή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σεβαστός + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σθενιάς)].
Greek Monotonic
Σεβαστιάς: ἡ, = Λατ. Augusta, η Αυτοκράτειρα, σε Ανθ.