Φλειάσιος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
v. sub Φλειοῦς.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
mieux que Φλιάσιος;
de Phliunte ; ἡ Φλιασία le territoire de Phliunte.
Étymologie: Φλειοῦς.
Greek Monolingual
και Φλιάσιος και ιων. τ. Φλειήσιος, ὁ, Α
Φλειοῦς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φλειοῦς + κατάλ. -άσιος / -ήσιος (πρβλ. θρι-άσιος, Ἰθακ-ήσιος)].