άγια

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

Greek Monolingual

τα (πληθ. ουδ. του επιθ. άγιος ως ουσ.)
1. τα τίμια δώρα της θείας λειτουργίας, δηλ. ο αγιασμένος άρτος και ο οίνος, ιδίως κατά τη στιγμή που παρουσιάζονται στους πιστούς από τον ιερέα
2. κόλλυβα σε μνήμη αγίου υπέρ υγείας τών εορταζόντων, σε αντίθεση προς τα πεθαμένα, που γίνονται για μνημόσυνα νεκρών
3. φρ. «σηκώνουν (ή βγαίνουν) τα άγια», γίνεται η μεγάλη είσοδος
λέγεται όταν ο ιερέας, υψώνοντας τα τίμια δώρα, βγαίνει από την αριστερή είσοδο του Αγίου Βήματος, διασχίζει τη βόρεια πλευρά και το κέντρο του ναού και, μπαίνοντας πάλι στο ιερό από την Ωραία Πύλη, τά αποθέτει στην Αγία Τράπεζα
«τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», λειτουργική φράση που εκφωνείται μελωδικά από τους ιερείς πριν από το Κοινωνικό.