ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
και ανάγλυκος, -η, -ο γλυκός
1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός
2. άνοστος, αηδιαστικός.