άγνοια

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek Monolingual

ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) ἀγνοῶ
έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια
αρχ.
1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια
2. φρ. «ὑπ' ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον.