άδραγμα

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

το αδράχνω
1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα
2. ακαμψία μέλους του σώματος, «πιάσιμο»
3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας.