άθηρος

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

ἄθηρος, -ον (Α) θηρ
1. (για τόπους) ο δίχως άγρια θηρία ή δίχως κυνήγι
2. φρ. «ἄθηρος ἡμέρα», άπρακτος, ανωφελής
3. αυτός που απομακρύνει, απωθεί επιζήμια ζώα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄθηρον
το να είναι κανείς απρόσβλητος από κυνήγι ή απρόσφορος γι’ αυτό.