διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
ἄθηρος, -ον (Α) θηρ
1. (για τόπους) ο δίχως άγρια θηρία ή δίχως κυνήγι
2. φρ. «ἄθηρος ἡμέρα», άπρακτος, ανωφελής
3. αυτός που απομακρύνει, απωθεί επιζήμια ζώα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄθηρον
το να είναι κανείς απρόσβλητος από κυνήγι ή απρόσφορος γι’ αυτό.