άνθη

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

ἄνθη, η (Α)
1. η πλήρης άνθηση λουλουδιού ή φυτού, το λουλούδισμα
2. η εποχή της άνθησης, της ακμής.