άοπλος

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄοπλος, -ον)
αυτός που δεν έχει όπλα
αρχ.
1. όποιος δεν είναι βαριά οπλισμένος
2. «ἅρμα ἄοπλον» — άρμα χωρίς δρέπανα
3. (για πλοίο)
εκείνο που δεν είναι εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο.