Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άφιλος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφιλος, -ον)
ο χωρίς φίλους, χωρίς αγαπητά πρόσωπα
αρχ.
1. μη φιλικός, μισητός
2. ο μη κοινωνικός.