άψηφος

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄψηφος, -ον)
νεοελλ.
ανάξιος, περιφρονημένος
αρχ.
1. (για δαχτυλίδι) χωρίς ψήφο, σφραγιδόλιθο
2. μεγάλος, ισχυρός (Ησύχ.).