άψινθος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
η (Α ἄψινθος)
φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο -νθ-, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο κύρια ονόματα (πρβλ. Ζάκυνθος, Όλυνθος) όσο και μεγάλο αριθμό προσηγορικών της Ελληνικής, τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως (βλ. και λ. ασάμινθος).
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αψίνθιον, αψινθίτης
μσν.
αψινθία, αψίνθινος].