η (AM ἔκθλιψις)1. εξαγωγή, αφαίρεση χυμού με συμπίεση2. αποβολή τελικού φθόγγου ή διφθόγγου που σημειώνεται με απόστροφο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγονεοελλ.ειδική μέθοδος εξαγωγής τών αιθέριων ελαίωναρχ.κατάθλιψη, θλίψη.