έλλοψ

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

ἔλλοψ, ο, η και ἔλλοπος και ἐλλός, ο (Α)
1. (ως επίθ. τών ψαριών) άφωνος («ἔλλοπας ιχθῡς»)
2. ως ουσ. α) οποιοδήποτε ψάρι
β) ονομασία ψαριού
γ) φίδι.