ένδεια

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔνδεια)
1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία
2. έλλειψηένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως»)
αρχ.
1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας»)
2. λιμός, σιτοδεία
3. πληθ. ελλείψεις, βιοτικές ανάγκες
4. γραμμ. η ιδιότητα του ελλειπτικού, το να ελλείπουν τύποι κλιτών ονομάτων και ρημάτων.