ένδυση

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔνδυσις)
αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
ένδυμα, εξωτερική περιβολή
αρχ.
είσοδος, εισχώρησηὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.).