κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
η (AM ἔνδυσις)
αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
ένδυμα, εξωτερική περιβολή
αρχ.
είσοδος, εισχώρηση («ὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.).