ένθηρος

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

ἔνθηρος, -ον (Α) θηρ
1. (για τόπο) ο γεμάτος θηρία, άγρια ζώα («ἐν τοῖς μάλιστα ἐνθηροτάτοις χωρίοις», Αιλ.)
2. μτφ. άγριος, τραχύς («ἔνθηρον τρίχα», Αισχύλ.)
3. (για μέλος του σώματος) αυτός που έχει αφορμισμένη πληγή
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνθηρον
η αγριότητα.