ίατρα

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

ἴατρα, ιων. τ. ἴητρα, τὰ (Α)
1. αμοιβή γιατρού για θεραπεία
2. ευχαριστήριες προσφορές για θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιάομαι, -ώμαι + -τρα (πρβλ. δίδακτρα, εξέταστρα)].