αβγατιστή

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η και -στης, ο αβγατίζω
1. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο οι παίχτες αγωνίζονται στο άλμα αυξάνοντας διαδοχικά το μήκος και το ύψος του εμποδίου
2. άλλο παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίχτες ορίζουν με κλήρο κάποιον από την ομάδα να σκύβει, ενώ οι υπόλοιποι πηδούν πάνω από αυτόν, που αυξάνει τρεις φορές κατά λίγα εκατοστά το ύψος του και την απόσταση απ’ όπου γίνεται το άλμα
όποιος αποτυγχάνει σκύβει αντί του πρώτου κ.ο.κ.