αγιοποίηση

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

η αγιοποιώ
ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία μετά τον θάνατο του.